Λυποχαρά, η | Πηνελόπη Ζαρδούκα

In Δοκίμιο, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

(συνοπτικό δοκίμιο για το συναίσθημα της λυποχαράς και κριτικά σχόλια στο ποιητικό έργο των: Κατίνας Βλάχου, Παναγιώτη Νικολαΐδη, Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου και Θανάση Γαλανάκη)

 Οξύμωρη. Αντιφατική. Η λυποχαρά είναι η χαρμολύπη των εμπειριών μας. Πλαισιώνει τον βίο μας στοχαστικά και μας αφυπνίζει συνειδησιακά. Αναδεύει δημιουργικά τα συναισθήματα και συνενώνει ανθρώπινα στιγμιότυπα. Δύσκολη στην περιγραφή, ακατάληπτη πολλές φορές, η λύπη μαζί με τη χαρά χαρτογραφείται εμπράκτως στον ψυχισμό του ανθρώπου με πρόσημο αφηρημένο και πολλές φορές ανέγγιχτο.

Γενικότερα, τα συναισθηματικά δίπολα τείνουν να αντικειμενικοποιούν τα δυσπρόσιτα αισθήματά μας σε μια διανοητική σφαίρα νοημάτων. Στην προσπάθειά μας να τα εννοήσουμε, επιχειρηματολογήσουμε γι’ αυτά, δημιουργώντας ένα σύστημα υποκειμένου- αντικειμένου που βρίσκει κάποτε δίοδο επικοινωνιακής εξόδου στην τέχνη. Αυτή η νοηματοδότηση του βιώματος μας θέτει προϋποθέσεις καλλιτεχνικών τάσεων και δημιουργικής πρωτοτυπίας.

Συγκεκριμένα, η συναισθηματική κατάσταση της λυποχαράς διαμορφώνει αδιόρατα, όπως και κάθε άλλο σύνθετο συναίσθημα τον λόγο και της πράξεις μας. Ο λόγος σ’ αυτή την κατάσταση, εμποτίζεται από το προσωπικό ύφος θέλοντας να κατονομάσει τη βιωμένη συνθήκη. Οι πράξεις – κι αυτή της συγγραφής-  θ’ ακολουθήσουν το υφολογικό μονοπάτι της γλωσσικής έκφρασης. Τα συναισθήματά μας άλλωστε γεννούν τα σχήματα λόγου στην προσπάθειά τους να αισθητοποιήσουν λεκτικά ολόκληρο το συναισθηματικό μας ρεπερτόριο. Η γλώσσα εν προκειμένω, η λέξη, η πρόταση καθώς και η συντακτική και γραμματική της υπόσταση συγκροτούν τα γλωσσικά σύμβολα του υλικού, κοινωνικού και ψυχικονοητικού μας κόσμου.

Για παράδειγμα, η λυποχαρά βρίσκεται στον πυρήνα του οξύμωρου σχήματος και επιβεβαιώνει την ταυτόχρονη συνύπαρξη της χαράς με τη λύπη. Το σχήμα αυτό τρέφεται από την ταυτόχρονη εκδήλωση δυο αντιθετικών βιωμάτων, που όσο κι αν μας παρουσιάζονται ασύμβατα, η σύνθετη λέξη «χαρμολύπη» τα πλαισιώνει σε μια αδιαμφησβήτητη αλήθεια. Πώς διασυνδέεται όμως το ύφος με το συναίσθημα; Πώς το συναίσθημα με τη σειρά του εμβαπτίζει τις εμπειρίες μας με την προσωπική μας συμμετοχή στην εκάστοτε περίσταση; Είναι η πραγματικότητα που ζούμε ένα έρμαιο ιδιωτικής συναισθηματικής συγκυρίας; Το παράδειγμα του συναισθήματος της χαρμολύπης, θα μας βοηθήσει να εννοήσουμε αυτή την σύνθετη προβληματική γύρω από την επενέργεια του αισθήματος στην υφολογική σμίλευση του λεκτικού μας χαρακτήρα.

Το ύφος πρώτα απ’ όλα είναι η υποκειμενική μας χώρα. Είναι η συναίσθηση που διαμορφώνουμε για τα πράγματα γύρω μας και ταυτόχρονα η ιδιαίτερη απόδοσή τους εκφραστικά. Αντανακλά την επιλογή του τρόπου γραφής και ομιλίας με δεδομένα τις επικοινωνιακές προθέσεις του ατόμου. Από την άλλη, η ιδιωτική υφή των γεγονότων όπως τις εισπράττουμε αισθητηριακά, απαρτίζει την πεπερασμένη εμπειρία μας για τα πράγματα. Τα συναισθήματα, οι επιθυμίες, τα οράματά μας μέσω των εμπειριών μας καλλιεργούνται, εξελίσσονται, αποκτούν ταυτότητα και υλική υπόσταση μέσω του γλωσσικού κώδικα που επιστρατεύουμε για να τα μοιραστούμε. Άλλωστε η ανθρώπινη γλώσσα αποτελεί έκφραση του εσώψυχου των ανθρώπων μέσα σε μια κοινωνία. Η γλώσσα ας μην ξεχνάμε πως δημιουργήθηκε κυρίως για να μπορέσει να εκφράσει το συναισθηματικό σύμπλεγμα της ανθρωπότητας όπως τις φοβίες, τις αγωνίες, τις χαρές, τον έρωτα, τις ανάγκες και τις διαθέσεις της.

Ακολούθως, το στοχάζεσθαι, το αμφιβάλλειν, το αντιλαμβάνεσθαι, το πιστεύειν, το γιγνώνσκειν, το βούλεσθαι συγκροτούν ενότητες συνείδησης του ανθρώπου. Επομένως, ο συγκερασμός της εμπειρίας με την αυτοσυνειδησία – ο εξωτερικός με τον εσωτερικό κόσμο σε δυναμική συνδιαλλαγή- μας τοποθετεί ως τον κυρίαρχο παρατηρητή, ένα υποκείμενο με εσωτερική και εξωτερική αντίληψη για την πραγματικότητα, με ύφος έλλογα καθορισμένο, τοποθετημένο σε μια κοινωνική κλίμακα προσωπικής επίβλεψης των σκέψεων και των βιωμάτων του.

Ιδιαιτέρως, τα συναισθήματα αποτελούν τους ψυχικούς δείκτες που σύμφωνα με τη μεταβολή τους, ορίζουν την υποκειμενικότητα της αλληλεπίδρασής μας με τον έξω κόσμο. Η υποκειμενικότητα αυτή με την οποία βιώνουμε και αντιδρούμε στη ζωή, χαρτογραφείται κυρίως στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και δράσεις. Όντας κοινωνικά πλάσματα, μεταστρέφουμε πολλάκις τον ψυχισμό μας, συνειδητά ή ασύνειδα, για να ομοιάσουμε στο σύνολο στο οποίο πλαισιωνόμαστε ιστορικοπολιτικά. Αν μη τι άλλο, ο εξωτερικός κόσμος μας εφοδιάζει με εμπειρίες ικανές να μας κινητοποιήσουν συναισθηματικά. Μόνο όμως με την εσωτερική μας εποπτεία μπορούμε να τα εννοήσουμε, να τα κάνουμε προσιτά.

Υπάρχουν στιγμές λοιπόν που το ύφος συναντά τα συναισθήματα και τότε ξεπηδά η προσωπική γλώσσα του συγγραφέα. Σ’ αυτόν τον γόνιμο διάλογο που ενορχηστρώνεται επικοινωνιακά, δρομολογούνται ευρύτεροι εκφραστικοί τρόποι ιδιαίτεροι. Στο πεδίο της λογοτεχνίας ιδιαιτέρως, τα σχήματα λόγου ορίζουν τις εκφραστικές επιλογές που εξυπηρετούν τις αισθητικές μας επιδιώξεις αλλά και τις νοηματικές. Τα συναισθήματα του δημιουργού εγγράφουν και εγγράφονται ως γλωσσικοί αισθητηριακοί δείκτες μοναδικοί. Όταν είμαστε συγγραφείς και καλοί παρατηρητές του ψυχολογικού μας χάρτη, διαμορφώνουμε υφολογικά τοπία ανεπανάληπτα, τα γραπτά μας αντανακλούν πρωτοτυπία και ομορφιά, ωριμότητα, στοχαστικότητα, όραμα, ανθρωπιά, θεματικές που περιλαμβάνουν τα συναισθήματα τα ίδια, τη μεταβολή τους, ακόμα και τη θετική ή αρνητική επενέργεια τους στην αντίληψή μας για ποικίλες καταστάσεις.  

Η λυποχαρά επομένως, ατόφιο παράδειγμα ενός οξύμωρου συναισθήματος, απαντάται ως βίωμα σε πολλές λογοτεχνικές αναφορές και πέραν των εμπειριών μας. Ακόμα και θρησκευτικές καταβολές εντοπίζει κανείς στην ύπαρξή της όπως η χαρμόσυνη έλευση του θείου Πάθους του Χριστού, το «χαροποιόν πένθος», «ο ανύμφευτος νυμφίος», «ο θανάτω θάνατον πατήσας» κ. α, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στη χριστιανική διδασκαλία. Η έννοια της χαρμολύπης στη θρησκευτική μυσταγωγία περιγράφει τη λυτρωτική διαδρομή της κάθαρσης του πιστού μέσα από βάσανα και δυσκολίες για χάρη της ευχάριστης συγκυρίας ένωσης με τον Θεό. Χαρούμενη η ένωση αλλά η διάρκεια μέχρι την εξιλέωση αυτή ενέχει πόνο, λύπη, ματαίωση.  Η Εκκλησία μας διδάσκει πως η αλυπία πηγαίνει χέρι χέρι με τη λύπη, η αθλιψία είναι δίδυμη αδερφή της θλίψης. Αλλιώς δεν σώζονται οι ψυχές.

Από τη μία η «χαρά» από την άλλη η «λύπη» σε μια τραμπάλα αισθήματος ανάμεικτου. Το χαρμόσυνο με το λυπηρό μοιάζει να έχει μια παρακαταθήκη απαράμιλλη στην εξέλιξη των κοινωνικών συναναστροφών μας. Βιώνεται την ίδια στιγμή μια αγαλλίαση, μια ευφροσύνη και ταυτόχρονα ενυπάρχει μια στενοχώρια, κάτι σκιώδες και υποτονικό. Μαζί, αυτά τα δυο συναισθήματα γεννούν τη χαρμολύπη, έναν λυγμό που από χαρά μεταστρέφεται σε απόγνωση. Τα δάκρυα χαράς παραμένουν δάκρυα που πυκνώνουν το αδιαχώρητο και υπαρξιακό μας κενό.

Οξύμωρες συνθήκες έχουμε πολλές ν’ αφηγηθούμε στη ζωή μας βεβαίως. Αντίθετες αναπαραστάσεις που ανακατεύουν σημασίες του ύψους και του βάθους, της αλήθειας και του ψέματος, του καλού και του κακού, του επιθυμητού και του ανεπιθύμητου, του υπαρκτού και του ανύπαρκτου. Αυτή η νοηματική κόντρα και η αντίσταση που επικρατεί στη σημασία με το οξύμωρο σχήμα, προσθέτει έναν πλούτο εκφραστικό για ν’ ακουστούν τα ανήκουστα, να ειπωθούν τα ανείπωτα. Το ύφος μας προοδευτικά πλουτίζει τη συνειδητότητά μας όταν αντιλαμβανόμαστε το βιωμένο μας αίσθημα ως απόσταγμα εμπειρίας σε δυναμική συνδιαλλαγή με την κειμενική απόδοση που επιλέγουμε για κείνο.

Στην ποίηση, «χαίρομαι» και «λυπάμαι» την ίδια στιγμή, όταν γνωρίζω τη ρίζα του συναισθήματος αυτού που εκκινεί έναν μηχανισμό σύνθετο εντός μου. Στην ποιητική συλλογή «Σκιά και Μνήμη» της Κατίνας Βλάχου, εκδ. Φιλύρα 2019, στη σελ. 23 υπάρχει το ποίημα με τίτλο «Επίγνωση» το οποίο αναφέρει πως «Χωρίς φως η σκιά/ δεν ορίζει τον τόπο της/ Χωρίς πόνο/ η ψυχή/ τη χαρά της δε γεύεται/ Να δεχτώ τη ζωή/ όπως έρχεται/ Να κρατώ τη στιγμή/ σαν πολύτιμο χάρισμα/ Κι ας ξεπλύνει ένα δάκρυ/ της χαράς την υπόσχεση/ που προσπέρασε άκαρδη/ Την κρυφή ομορφιά/ της ματαίωσης/ σαν λουλούδι ας ποτίσω/ στα σπλάχνα μου/ να ευωδιάσει ο τόπος επίγνωση». Ο «πόνος» για την ποιήτρια είναι ταυτόσημος με τη χαρά, μ’ αυτό τον τρόπο «δέχεται» τη ζωή και μπορεί να διακρίνει ευκολότερα την «ομορφιά» που υπάρχει στη «ματαίωση». Λίγο πιο κάτω, στο χαϊκού της σελίδας 25 γράφει «Πόση ομορφιά/ ο κόσμος μας προσφέρει/ να πενθήσουμε!». Η «ομορφιά» και πάλι για το ποιητικό υποκείμενο είναι ένα πεδίο διερεύνησης που προσφέρει την «επίγνωση» του πεπερασμένου γεννώντας το συναίσθημα του πένθους. Να διακρίνει κανείς την ομορφιά, την ευτυχία αυτής της θέασης, μπορεί μόνο να το κάνει στην περίπτωση που αποδεχτεί το μάταιο και το ευτελές της συγκυρίας της ζωής. Το συναίσθημα της χαρμολύπης εδώ είναι διάχυτο και ευκρινές.

Η εναλλαγή της λύπης με τη χαρά προϋποθέτει βεβαίως τη μη συνύπαρξή τους κάποιες φορές. Η απόδοση της ευτυχίας στη ζωή αλλοιώνεται χωρίς την προσωπική μας συγκατάθεση από έναν πόνο αβάσταχτο και απευκταίο. Οι επιθυμίες για προσωπική και ευρύτερη κοινωνική χαρά ματαιώνονται απροσδόκητα από συμβάντα που εγκυμονούνται κι εκδηλώνονται απρόβλεπτα στη ζωή μας, συγκροτώντας μια θεματολογία ύφους ζοφερή.

Στην ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Νικολαΐδη «Η νύφη του Ιούλη» από τις εκδόσεις Σμίλη, 2019 προσφάτως βραβευμένη με το βραβείο καλύτερης ποιητικής συλλογής 2019 «Jean Moreas», ο ποιητής στη σελίδα 26 αφιερώνει τη φωνή του σε μια πρωτοπρόσωπη μαρτυρία, αυτή της Αργυρώς «Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν./ Παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν./ Εφόρησά το μόνον μιαν φοράν/ (άμπα τζαι λερωθεί)/ τζι ύστερις/ άννοια το ερμάριν μου κρυφά/ τι εθώρουν το./ Σάββατον ξημερώματα εγίνην η εισβολή./ Το νυφικόν έμεινεν πίσω/ κρεμασμένον/ στην Περιστερωνοπηγήν./ Εικοσιμιάν του Ιούλη/ Κυριακήν/ εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά/ στον αέραν.» Με την κυπριακή ντοπιολαλιά και τη μνήμη νωπή από την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο στις 20 του Ιούλη του 1974, ο ποιητής καταδεικνύει τη μεταστροφή μιας χαρούμενης στιγμής, της επικείμενης γαμήλιας τελετής της Αργυρώς, σ’ έναν όλεθρο άφατο, αυτόν της απάνθρωπης στρατιωτικής καταπάτησης από τον εισβολέα. Η συναισθηματική καταβαράθρωση από τη χαρά στη λύπη, αισθητοποιούνται περαιτέρω στα απραγματοποίητα όνειρα ενός κοριτσιού εξαιτίας ενός εξωτερικού γεγονότος τόσο καταλυτικού που «εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά» να πετούν στον ουρανό. Ειδικότερα, αν λάβουμε υπόψη τον τίτλο της ποιητικής συλλογής, «η νύφη» δεν είναι άλλη από την Κυπριακή Δημοκρατία η οποία συμβολίζεται εύστοχα με την Αργυρώ, με μια οποιαδήποτε νέα γυναίκα η οποία καλλιεργώντας όνειρα για την ευημερία της «παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν», τελικά «το νυφικόν έμεινεν πίσω» αφόρετο. Το μυστήριο του γάμου, η επικείμενη χαρά, δεν τελέστηκε, αντ’ αυτού επήλθε η απερίγραπτη θλίψη και η ζοφερή συνθήκη του πολέμου.

Η υφή των ποιημάτων πέραν του γλωσσικού τους χαρακτήρα, εκκολάπτει ενίοτε και την κοινωνική αυτοεικόνα του ατόμου. Χωρίς τη συνειδητοποίηση των συναισθημάτων και την ικανότητα κατονομασίας τους μέσα στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα, ο άνθρωπος παραμένει ανολοκλήρωτος και α- κοινώνητος, αδιαμόρφωτος μέσα σε ανθρώπινες συναθροίσεις. Ειδικότερα, στην ποιητική συλλογή «Η αφηρημένη τέχνη του Ε» της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου, εκδ. Μανδραγόρας 2020, η ποιήτρια με ευρηματική ματιά, συμπεριλαμβάνει αφηρημένα ουσιαστικά, με αφετηρία τους το γράμμα «Ε» ως το νοηματικό εφαλτήριο της ποιητικής της. Στη σελίδα 75 της συλλογής βρίσκουμε τη λέξη «Ενσυναίσθηση» να τιτλοφορεί το πεζόμορφο ποίημα το οποίο αναφέρει πως «Μέσα σου ένα άγνωστο λουλούδι από τον κήπο του. Και μια κουνιστή πολυθρόνα με το σχήμα του σώματός του πλάι σε φωτιά. Μετάγγιση ανθρώπινου νοήματος. Δεν έχει αποφανθεί ακόμα ο χρόνος. Ποιος μέτρησε ποτέ την ένταση του Ανθρώπου; Φυσικό φαινόμενο με χημικές αντιδράσεις. Τον προσεγγίζεις όσο επιτρέπει το κενό ανάμεσά σας. Σαν πουλί που στα τυφλά μέσα στη νύχτα χτυπά με τα φτερά του ένα κλειστό παράθυρο κι ύστερα κάθεται και σκούζει πάνω στο τραύμα.» Συγκεκριμένα, οι «χημικές αντιδράσεις» αποτυπώνουν τη βιολογική ταυτότητα του συναισθηματικού βιώματος του «Ανθρώπου» μέσα στον ρου του «χρόνου». Υπάρχει ένα «κενό» καταφανές στην προσωπική εγγύτητα των αισθημάτων μέσα μας, ένα «κενό» που πιο κάτω γίνεται το «τραύμα» το οποίο προσεγγίζει κανείς σαν ένα «πουλί» που «σκούζει» στη θέασή του. Η αποστασιοποίηση από τον εαυτό μας είναι έκδηλη πολλές φορές στη ζωή μας, και αποτελεί μια πρόκληση ενεργητικής διερεύνησης που η ποιήτρια μας προσκαλεί να υποβληθούμε όλοι ανεξαιρέτως. Το «άγνωστο λουλούδι» που όλοι κουβαλάμε και ανθίζουμε στην καθημερινότητά μας αποτελεί την εξανθρωπισμένη εκδοχή του αδιερεύνητου ψυχισμού μας. Με τη διαδικασία της ενσυναίσθησης, της ικανότητάς μας για την αναγνώριση των συναισθημάτων μας και των άλλων, μπορούμε να αποκαλύψουμε εκδοχές της προσωπικότητάς μας κρυμμένες και αδιερεύνητες. Μπορούμε εν τέλει να κοινωνήσουμε και να κοινωνηθούμε μέσα από την έλλογη καταβύθιση και εξοικείωση με τον εαυτό μας.

Η εσωτερική αντίληψη του εαυτού πάντα με γοήτευε. Είναι το μέτρο της ευσυνειδησίας που ορίζει την αυτοαντίληψή μας και κατ’ επέκταση την προσωπική μας έκφραση. Όταν είμαστε καλή παρατηρητές του ψυχισμού μας, τότε η ωριμότητα την οποία επιδεικνύουμε σε οποιαδήποτε εκδήλωση της ζωής, προλειαίνει ένα έδαφος επικοινωνίας με το ευρύτερο γίγνεσθαι. Πιο απλά, νιώθουμε περισσότερο το έξω μας, όταν αφουγκραζόμαστε ουσιαστικά και απροκατάληπτα τις επιθυμίες και τις διαθέσεις μας κάθε στιγμή και μπορούμε μ’ έναν κατάδικό μας τρόπο να τις αφηγηθούμε. Η παρουσία της λύπης κόντρα στη χαρά μας, για να θυμηθούμε τη συνθήκη της χαρμολύπης,  η συνύπαρξη αυτών των δύο συναισθηματικών συνθηκών ως μια διαρκής πάλη, μπορεί να μας ωθήσει σε δημιουργικούς διαύλους ανεπανάληπτους.

Για παράδειγμα, στην ποιητική συλλογή «Τα καναρίνια» του Θανάση Γαλανάκη, εκδ. Σμίλη 2019, στη σελίδα 13, υπάρχει ένα άτιτλο και έμμετρο ποίημα, με μορφική αναφορά σ’ εκείνη του σονέτου. Πιο συγκεκριμένα, το ποίημα αναφέρει πως «Κάτι σαν «Summertime sadness» για αγόρια./ Κάτι σαν αίσθημα απώλειας με δονεί./ Κάτι που δεν είναι ατόφυα στεναχώρια./ Κάτι που μοιάζει μ’ ένα «μη» χωρίς το «νί»/ Κάτι σαν κρέας σε ταβερνείο στα ψαροχώρια./ Κάτι σαν Μόρα που σου κλέβει τη φωνή./ Κάτι που δεν ζεσταίνει όπως τα πανωφόρια./ Κάτι που μοιάζει μ’ ένα δόντι που πονεί./ Σαν όλ’ αυτά, και άλλα τόσα, κι άλλα τόσα./ Όπως κατάλογοι φθηνής patisserie./ Σαν μια προσπάθεια να βγούμε από τη γλώσσα./ Σαν μια βαρκούλα που τη λένε «Μπαρμπαρόσα»./ Όπως μια νύχτα που την τράβηξες σερί,/ Σαν το τσουκάλι το σπασμένο του Αλιόσα.» Ο ποιητής για να μπορέσει να «βγει από τη γλώσσα», διερευνά το «κάτι» το οποίο τον κάνει να αισθάνεται λυπημένος που όμως «δεν είναι ατόφυα στεναχώρια». Αυτό το κάτι το παρομοιάζει με «δόντι που πονεί», δεν τον «ζεσταίνει» αλλά επιτείνει την αγωνία του «αισθήματος της απώλειας» που ο ίδιος βιώνει από τον πρώτο έως και τον τελευταίο στίχο. Η ποιητική εξέταση του παραπάνω βιώματος, πλάθει μια θεματική πρωτότυπη και ιδιαίτερη γύρω από το ρευστό ανθρώπινο συναισθηματικό πλαίσιο. «Όπως το σερί μιας νύχτας», έτσι και η γραμμικότητα του βιώματος για το ποιητικό υποκείμενο διαμορφώνει μια εμπειρία ιδιαίτερη και ανεπανάληπτη. Το άρρητο της ανάμεικτης αίσθησης γίνεται αντιληπτό μέσα από τις αλλεπάλληλες παρομοιώσεις του «σαν» και του «όπως». Τελικά αν δεν είμαστε χαρούμενοι, είμαστε λυπημένοι ή υπάρχει μια γκρίζα ζώνη στο βίωμά μας που αξίζει να διερευνηθεί; Η έξοδος από τη ποιητική γλώσσα, η συνειδητή απουσία του δημιουργού από την περιγραφή του συναισθήματός του, η μη αντικειμενικοποίησή του, επικάθεται πάνω του σαν μια άλλη «Μόρα» που του υφαρπάζει τελικώς την υποκειμενική ποιητική του φωνή.

Η αντικειμενική μεταχείριση των συναισθημάτων εν κατακλείδι, μέσα από την υλική γλωσσική αισθητοποίησή τους, καλλιεργεί περαιτέρω το ύφος και τον χαρακτήρα ενός ποιητή ο οποίος δεν σταματά να διαμορφώνει τον ψυχισμό του με τρόπο διαλεκτικό. Η χαρμολύπη ιδιαιτέρως αναδεύει τη θλίψη και αναβλύζει τη χαρά ως μία μόνο εμπειρία από τις πολλές συναισθηματικές εκδηλώσεις του ατόμου που τον κινητοποιούν γλωσσικά. Όσο περισσότερο μαθαίνουμε για τα συναισθήματα και μέσα απ’ τα συναισθήματα, νομοτελειακά αυτά θα αυξάνονται προς ευρύτερες κατευθύνσεις που θα μας ανακατευθύνουν κοινωνιολεκτικά. Εκεί ακριβώς υπάρχει η δημιουργία και η καλλιέργεια του ύφους, της υποκειμενικής θέασης και αντίληψης της ζωής που όλοι όσοι γράφουμε την αντανακλούμε στα γραπτά μας.

Τελειώνοντας, τα συναισθήματα ως γέννημα του νου, δεν παύουν να θέτουν σε εγρήγορση την ψυχή και την προσωπικότητά μας. Είναι στο χέρι μας να τα αποκρυσταλλώσουμε σε ομιλούσες οντότητες που επεκτείνουν το νόημα και εμφυσούν σημασία στον λόγο και στη ζωή μας, στα ποιήματά μας και στην καλλιτεχνική μας δράση συνολικά. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να οραματιστούμε την ευρύτερη κοινωνική χαρά, αψεγάδιαστη από τη λύπη της προσωπικής ιδιοτέλειας, μια χαρά βαθύτατα ανθρώπινη και σύμφυτη με τη μοναδικότητα της ύπαρξής μας.

Πηνελόπη Ζαρδούκα, φιλόλογος & ποιήτρια