Αντόνιο Μπέρνι | Juanito & Ramona

In Εικαστικά, ΤΕΧΝΕΣ by mandragoras


Εικαστικά

Αντόνιο Μπέρνι | Juanito  & Ramona

Έκθεση Antonio Berni : Juanito και Ramona
στο MALBA Μπουένος Άιρες

Το Museo de Arte Latinoamericano – Fundación Costantini (MALBA) παρουσίασε (31 Οκτ. 2014 – 1 Μαρτίου 2015) σε συνεργασία με το Museum of Fine Arts, Houston (MFAH)* μια μεγάλη έκθεση 150 έργων του Αντόνιο Μπέρνι, επικεντρωμένη σε δύο αφηγηματικά θέματα που διατρέχουν τη δημιουργία του: το χρονικό της ζωής του Χουανίτο Λαγκούνα, ενός φτωχού αγοριού που ζει ανάμεσα στα σκουπίδια σε μια παραγκούπολη του Μπουένος Άιρες και την ιστορία της Ραμόνα Μοντιέλ, μιας φιλόδοξης νέας γυναίκας, ταπεινής καταγωγής, που φτάνει μέχρι την πορνεία προκειμένου να εισέλθει στην υψηλή κοινωνία. Ο Αργεντινός καλλιτέχνης Αντόνιο Μπέρνι (1905-1981), παρατηρώντας τις συνέπειες της εκβιομηχάνισης της χώρας, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 επινόησε αυτούς τους δύο φανταστικούς χαρακτήρες και για να εικονογραφήσει τη ζωή τους στράφηκε στο ασαμπλάζ, δηλαδή το κολάζ με ετερόκλητα τρισδιάστατα αντικείμενα. Τα έργα περιλαμβάνουν τσακισμένα σιδερικά, πλαστικά δοχεία, σωλήνες, φτηνοπράγματα, κομμάτια μηχανών, τενεκέδες, τούβλα, υφάσματα και βιομηχανικά απορρίμματα. Ο Μπέρνι είδε τα δύο αυτά εμβληματικά πλάσματα, τον Χουανίτο και τη Ραμόνα, να γίνονται δημοφιλείς θρύλοι και λαϊκοί ήρωες, για τους οποίους γράφτηκαν ακόμα και τραγούδια (Μερσέντες Σόσα).

Η ζωή τους σε συνέχειες συνέθεσε μια κοινωνική αφήγηση της βιομηχανοποίησης και της φτώχειας και κατέδειξε την κοινωνική ανισότητα και τις ακραίες διαφορές ανάμεσα στην πλούσια αριστοκρατική ελίτ της πρωτεύουσας και τους Χουανίτος που ζούν στις καταθλιπτικές φτωχογειτονιές στις παρυφές της πόλης.

Τα έργα είναι καυστικά για τα υπόγεια ρεύματα της αργεντίνικης κοινωνίας, όπως αυτά εμφανίζονται στα σκληρά και παραμορφωμένα από τη διαφθορά πρόσωπα των στρατηγών, ναυάρχων, πρέσβεων, επισκόπων και υπουργών, που είναι οι φίλοι και προστάτες της Ραμόνα. Ωστόσο το ξεχωριστό σ’ αυτόν τον καλλιτέχνη είναι ότι ντύνει με μεγαλόψυχη κατανόηση την ανθρώπινη περιπέτεια μέσα στον βούρκο. Είχε εξάλλου πει πως “ζωγραφική είναι ένας τρόπος αγάπης, το να μεταφέρεις τα χρόνια σε τέχνη”.

Αλλά και ποτέ δεν αρνήθηκε την πολιτική διάσταση των έργων του, λέγοντας πως “αν αγνοηθεί αυτή η πλευρά το έργο θα παρερμηνευθεί. Μια απλή αισθητική ανάλυση θα ήταν προδοσία”. Η πολιτική του τέχνη δεν είναι όμως προκατειλημμένη ή φυλλαδιακή αλλά ένα συμπαγές όραμα «μιας ισότητας και αδελφοσύνης βασισμένης στην ηθική». Είναι αξιοπρόσεκτο ότι καταφέρνει παρά την πολιτική του τοποθέτηση να εκφράζεται πάντα ποιητικά, με «μια ποίηση τρυφερότητας που συγκατοικεί με το χιούμορ και τον σεβασμό».

Στις δεκαετίες 1930 και 1940 η ζωγραφική του γέμισε με κοινωνική καταδίκη και με μια δίψα για την υπεράσπιση των απόκληρων ανθρώπων. Για τον Χουανίτο και τη Ραμόνα κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο Χαρακτικής στη Μπιενάλε της Βενετίας του 1962. Αργότερα προχώρησε σε περίπλοκες τρισδιάστατες κατασκευές, δίνοντας υλική υπόσταση στα φανταστικά “τέρατα” που κατακλύζουν τους νυχτερινούς εφιάλτες της Ραμόνα.

Ο μικρός Χουανίτο αντιπροσωπεύει ένα αρχέτυπο της κοινωνικής απομόνωσης στις βιομηχανικές κοινωνίες. Είναι παιδί φτωχό, αλλά δεν ζητιανεύει τον οίκτο, έχει όνειρα και αξιοπρέπεια. Ο Μπέρνι ήθελε να καταγράψει τις ζωντανές αλήθειες των υπό ανάπτυξη χωρών ώστε να αφήσει μια μαρτυρία για τις συνέπειες της νεοαποικιοκρατίας.

«Ο κόσμος που υποσχέθηκαν στον Χουανίτο» είναι ένα μεγάλο κολάζ που κάνει σαφή την απόσταση ανάμεσα στα τεχνολογικά επιτεύγματα και την ανέχεια. Στον «Μεγάλο πειρασμό» χρησιμοποιεί τη γλώσσα

του δρόμου: η πόρνη με το σώμα της σχηματισμένο απ’ τα κεφάλια των πελατών της και η εξωπραγματική ξανθιά της γιγαντοαφίσας που διαφημίζει αυτοκίνητα Chrysler αντιδιαστέλλονται με τις καρικατούρες των πραγματικών ζητιάνων του δρόμου.

Ο Αντόνιο Μπέρνι γεννήθηκε το 1905 στο Ροσάριο, από γονείς Ιταλούς, μετανάστες. Ο ράφτης πατέρας του σκοτώθηκε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όταν ο εκείνος ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Ξεκίνησε να σπουδάζει στην Ακαδημία τέχνης και εργάστηκε σε εργαστήρια βιτρό. Βραβεύτηκε με υποτροφία κι έφυγε το 1925 για Μαδρίτη και Παρίσι. Τον εντυπωσίασε ο σουρεαλισμός, μελέτησε τη μαρξιστική θεωρία και γνώρισε τον Λουί Αραγκόν, με τον οποίο διατήρησε αλληλογραφία όταν έφυγε απ’ την Γαλλία.

Επιστρέφοντας στην Αργεντινή το 1931 έγινε μάρτυρας των εργατικών διαδηλώσεων και των δυσάρεστων συνεπειών της ανεργίας. Ο σουρεαλισμός δεν φαινόταν κατάλληλος να εκφράσει την ματαίωση και την απελπισία της εποχής. Έγινε μέλος του κομουνιστικού κόμματος και συνάντησε τον μεξικανό David Alfaro Siqueiros, ο οποίος ζωγράφιζε μεγάλες πολιτικές τοιχογραφίες σε δημόσια κτήρια, έδινε ομιλίες και προσπαθούσε να «συγκεντρώσει καλλιτέχνες για την ανάπτυξη μιας τέχνης του προλεταριάτου». Ο Μπέρνι δεν συμφωνούσε μαζί του στο ότι οι τοιχογραφίες θα ενέπνεαν κοινωνική αλλαγή.

Αντί γι αυτό υιοθέτησε την τεχνοτροπία «Νέος Ρεαλισμός» (nuevo realismo) και άρχισε να ζωγραφίζει ρεαλιστικά στιγμιότυπα που απεικόνιζαν τους αγώνες και τις αγωνίες των ανθρώπων. Δημοφιλή έγιναν τότε τα έργα του «Άνεργοι» (1934), «Διαδήλωση» (1934), «Αγρότες» (1935) και «Μεσάνυχτα στον κόσμο» (1937). Σε συνέντευξη το 1936 ο Μπέρνι δήλωνε πως «Η παρακμή της τέχνης ήταν ενδεικτική της απόστασης ανάμεσα σε καλλιτέχνες και κοινό.»

Επί δύο δεκαετίες ο Μπέρνι αποτύπωνε τις στερήσεις και την υποανάπτυξη των φτωχότερων περιοχών της χώρας του. Η κοινωνική

του παρατήρηση τον οδήγησε στη μητρόπολη. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών χιλιάδες Αργεντίνοι από την αγροτική ύπαιθρο μετακόμισαν σε περιφερειακές φτωχογειτονιές που ονομάζονταν “villas miseria”.

Οι πρωταγωνιστές Χουανίτο και Ραμόνα

Οι δύο χαρακτήρες ενσαρκώνουν το μέλλον της μετα-βιομηχανικής Αργεντινής. Το αγόρι είναι γιός μεταναστών αγροτών που έψαχναν μια καλύτερη ζωή στην πόλη αλλά κατέληξαν σε μια υποτυπώδη βρώμικη συνοικία. Εκφράζει την περιθωριοποίηση της φτώχειας στην Αργεντινή και τις συνέπειες της αστυφιλίας. Τον παρακολουθούμε να γιορτάζει τα Χριστούγεννα, να μαθαίνει να διαβάζει, να φτιάχνει έναν χαρταετό, να παίζει, να κολυμπάει με έναν σκύλο και να πηγαίνει φαγητό στον πατέρα του που δουλεύει στο εργοστάσιο ως εργάτης μεταλλουργίας. Ο κόσμος του είναι φτιαγμένος από παλιοσίδερα του εργοστασίου, μεταλλικά ελάσματα, τσαλακωμένες κονσέρβες, πλαστικά δοχεία, ξύλα, χαρτόνια και υλικά που ο Μπέρνι συμπίεζε και συναρμολογούσε πάνω στους πίνακες διαμορφώνοντας ανάγλυφη την επιφάνεια. Ωστόσο ο καλλιτέχνης δεν συνέλαβε τον Χουανίτο ως αποδέκτη οίκτου. Το αγόρι δεν αισθάνεται τσακισμένο από τις συνθήκες, αντιθέτως είναι γεμάτο ζωή και ελπίδα, γιατί μπορεί να φανταστεί έναν ολόκληρο κόσμο άλλων δυνατοτήτων πέρα από τα όρια του άμεσου περιβάλλοντός του.

Τον χαρακτήρα της Ραμόνα ο Μπέρνι άρχισε να τον χτίζει ενώ δούλευε στο Παρίσι στις αρχές του ΄60. Σύχναζε τότε σε λαϊκές αγορές και μαγαζιά με αντίκες του Παρισιού ψάχνοντας υφάσματα με πούλιες, κομμάτια από δαντέλα και μακραμέ, με τα οποία έδινε ζωή στη Ραμόνα μαζί με κομμάτια από τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, ψυγεία και πλυντήρια. Η Ραμόνα συνοδεύεται από τον κύκλο των ισχυρών φίλων της που ασκούν επιρροή στους τομείς της κοινωνίας, τον στρατηγό, τον ναυτικό, τον εγκληματία, τον πρέσβη, τον επίσκοπο. Την εμφανίζει ως εξεζητημένη εταίρα να λάμπει σαν αστέρι στο café-concert στο

απόγειο της ομορφιάς και της καριέρας της. Την παρακολουθεί στο ταξείδι της στην Ισπανία, όπου επιπλέον γνωρίζει και κάποιον ταυρομάχο. Με όχημα την Ραμόνα στις προσωπικές της στιγμές παρελαύνουν όλοι οι χαρακτήρες της ανθρώπινης κωμωδίας.

Το 1964 ο Μπέρνι άρχισε τις σειρές με τα «Τέρατα» (Los monstruos) που τα ονόμαζε construcciones polimatéricas γιατί τα κατασκεύαζε συναρμολογώντας ποικίλα αντικείμενα. Αυτά αποτελούσαν την επιτομή του φόβου από τους εφιάλτες της Ραμόνα. Παραισθησιακά συμπιλήματα της ένοχης συνείδησής της, που φέρουν τίτλους όπως υποκρισία, απληστία, χυδαιότητα. Εμπνευσμένα από αλληγορίες του καθολικισμού και άρματα καρναβαλιών, τα γκροτέσκα αυτά πλάσματα είχαν άμεση επίδραση στους Αργεντινούς καλλιτέχνες που ενδιαφέρονταν να εξελίξουν την τοπική εκδοχή της Pop Art.

Ο Μπέρνι ήθελε να χρησιμοποιήσει την τέχνη του σαν εργαλείο για κοινωνική δικαιοσύνη εκφράζοντας τις απόψεις του πάνω στον καμβά.

Δυστυχώς τα έργα αυτά συνεχίζουν μέχρι σήμερα να απηχούν τον κόσμο, και όχι μόνο την Αργεντινή.

Η κυβέρνηση προσπάθησε να απομονώσει τις παραγκουπόλεις και το 1950 χτίστηκε ένας τοίχος ανάμεσα στα villas και στον αυτοκινητόδρομο κοντά στο νέο αεροδρόμιο για να τα κρύψει από τη θέα των αυτοκινητιστών μεσαίας τάξης.

Οι παράγκες θεωρούνταν λεκές και μουντζούρα για την πόλη, κάτι που έπρεπε να σκεπαστεί. Η κυβέρνηση θα προσπαθούσε να τις ξεριζώσει το 1950 και το 1970, κυρίως αυτές που φαίνονταν σαν ασχήμια στους κατοίκους των ανώτερων εισοδημάτων πάνω στην Πλάσα Μαρτίν. Στο τέλος του ’60 μια παραγκούπολη απομακρύνθηκε εντελώς για να κάνει χώρο στο Sheraton Hotel και αργότερα το ‘70 σ’ένα επαγγελματικό κέντρο. Αυτοί που ζούσαν στα φτωχόσπιτα συχνά διαμαρτύρονταν ενάντια στην έξωση κι όμως το 1978, ο στρατός έδιωξε περίπου 12.000 οικογένειες από την Villa 31, που βρισκόταν βορειοανατολικά του σταθμού Ρετίρο ανάμεσα στις ράγες και τον ποταμό. Η άγρια

πραγματικότητα ενός έθνους που προσπαθεί να εκμοντερνίσει τον εαυτό του.

Στα φτωχόσπιτα ανακυκλώνονταν τα υλικά από παλιότερα κτίσματα. Σανίδια, τενεκέδες και τούβλα χρησιμοποιούνταν για να στηθούν υποτυπωδώς οι παράγκες. Εγκαθίσταντο σε άδειους χώρους, αχρησιμοποίητους για να τους κάνουν πατρίδα τους. Σφηνώνονταν ανάμεσα σε ράγες σιδηροδρόμων και αυτοκινητόδρομους, σκαρφάλωναν στην άκρη των συγκροτημένων συνοικιών. Καθώς ήταν παράνομες καταλήψεις δημόσιας γης, συχνά είχαν στενούς διαδρόμους αντί για δρόμους.

Ο Μπέρνι κατέγραψε τις ζωντανές αλήθειες των υπό ανάπτυξη χωρών και τα αποτελέσματα της νεοαποικιοκρατίας. Ενσωματώνοντας τα πεταμένα υλικά ο Μπέρνι κατέδειξε και το πρόβλημα της καταναλωτικής διαβίωσης σύμφωνα με τα πρότυπα της τηλεόρασης και της διαφήμισης. Το περιβάλλον του Χουανίτο δεν θα το πετύχαινε με μπογιές και καμβάδες. Τα απορρίμματα της καταναλωτικής κοινωνίας είναι το πραγματικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει το παιδί αυτό και κάθε μικρός Χουανίτο.

Κατερίνα Καζολέα
ιστορικός τέχνης

*Η έκθεση παρουσιάστηκε πρώτα στο Χιούστον, στο Museum of Fine Arts Houston (MFAH) από 10 Νοε.2013 – 26 Ιαν. 2014. Περιλάμβανε 150 έργα, δημιουργημένα μεταξύ 1956 και 1978, προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές σε Αργεντινή, ΗΠΑ, Ισπανία, Βέλγιο και από την οικογένεια του καλλιτέχνη. Επιμελητές της έκθεσης : Mari Carmen Ramírez και Marcelo E. Pacheco.

La gran tentacio n

Share this Post