Δημήτρης Τζουμάκας | Ημερολόγιο 48/ Χαρτζηλικώνοντας Σκοπιανούς συνοριοφύλακες

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

18.12.17 Δευτέρα. Αρχίζει η εκδρομική εξόρμηση προς βορρά στις πέντε το πρωί με σαράντα πέντε επιβάτες, ένα συνοδό και δύο οδηγούς. Υπάρχει κι άλλο λεωφορείο που ξεκίνησε πριν από μας. Εμείς είμαστε το δεύτερο και καταϊδρωμένο σε όλες τις διαδρομές. Θα διασχίσουμε τη Γιουγκοσλαβία και θα κινηθούμε προς την κεντρική Ευρώπη όπου θα επισκεφτούμε ιστορικές πρωτεύουσες, όλα αυτά μέσα σε πέντε μέρες. Οι θέσεις του λεωφορείου δεν είναι αριθμημένες, άρα μπορούμε να αλλάζουμε κατά το δοκούν χωρίς παρεξηγήσεις. Άλλωστε «μια παρέα είμαστε όλοι», λέει ο συνοδός με ψωρίαση στο μάγουλο, με σκουλαρικάκι, συμπαθής, καταφερτζής και αεικίνητος όπως όλοι οι συνοδοί, μουτράκι. Θα σταματάμε για κατούρημα ανά δυόμιση ώρες καθώς έτσι προβλέπει και η οδηγία της Ε.Ε αφού υπερτερούν οι ηλικιωμένοι, υπάρχει όμως κι έντονη εκπροσώπηση νεολαίας. Μπροστά μας στο βάθος: σύννεφα και ομίχλη. Όχι, είναι καπνός που βγαίνει από το εργοστάσιο αλουμινίου Ελβιάλ. Άπειρος. Ανάπτυξη δεν θέλετε; Ορίστε. Πιο κει η ελαιουργία Μεσσηνίας, κι εδώ καπνός. Κι άλλη ανάπτυξη μέσα από τα τσαντήρια.
Η μουσική είναι καλή μέχρι τη Λάρισα από αθηναϊκό ραδιόφωνο, αλλά κατ’ απαίτηση του επιβατικού κοινού μετά τον ποταμό Πηνειό μπαίνει γυφτοκασέτα, οπότε αρχίζουν τα τσιφτετέλια και το αρκουδέ λίκνισμα. Υπάρχει μία νταρντάνα με τιγρέ παλτό, η Βαρβάρα που πρωτοστατεί. Αδίκως προσπαθήσαμε με τη γυναικολόγο απέναντί μας και τον πρώην Αξιωματούχο του ΝΑΤΟ να επιβάλουμε ένα πιο πολιτισμένο ρεπερτόριο τραγουδώντας «Santa’s Coming For Us» και λοιπές χριστουγεννιάτικες μπαλάντες, επίσης κι άλλα άσματα όπως a casa d’ Irene, όπως χάρτινο το φεγγαράκι, άστα τα μαλλάκια σου ή έστω «δυο πόρτες έχει η ζωή», επικράτησαν τελικώς οι Ούνοι. Το πλήρωμα έχει πάρει μαζί πολλά κιβώτια εμφιαλωμένου νερού, γιατί «το νερό της βρύσης στα Βαλκάνια δεν είναι καλό», λέει, καλύτερα να προμηθευόμαστε από αυτούς για «να μην πάθουμε καμιά γαστρίτιδα κι είναι κρίμα να χαλάσει η εκδρομή μας». Από θερμοκρασία θα κινηθούμε από 4 βαθμούς έως πλην τέσσερις.

Έλεγχος εξόδου στην Ειδωμένη, έλεγχος εισόδου στα Σκόπια. Εδώ σε θέλω! Μας πήραν τις ταυτότητες για να τις τσεκάρουν. Κανονικά απαγορεύεται τα δημόσια έγγραφα να φεύγουν από τα χέρια μας. Η Αλία εκ Λευκορωσίας δεν έχει μία σφραγίδα στο διαβατήριό της και μας καθυστερούν. Ο συνοδός, μας λέει ότι θέλουν χρήματα για να μην την κατεβάσουν κάτω. Θέλουν 100 ευρώ και στριμώχνουν τον σύντροφό της. Διαπραγματεύονται. Τώρα θέλουν 150. Τους τα δίνουμε. Δεν μ’ αρέσει το εξυπνακιδίστικο στιλ του συνοδού. Ο Μανώλης ο σύντροφος της Ρωσίδος δείχνει πολύ σοβαρός και μάλιστα όταν η γυναικολόγος είχε πει ότι κανόνισε με τον άντρα της τον Λάουρο, τον Ιταλό, να πηγαίνανε στην Αργεντινή κι εγώ είπα: βρε παιδί μου λίγο μακριά δεν πέφτει, θα πρηστείτε, αυτοί επιμένανε όχι, δεν είναι τίποτα, «πώς δεν είναι τίποτα;» είπε ο Μανώλης, «εγώ που έχω πάει στην Βραζιλία είχα δέκα μέρες τα πόδια μου πρησμένα».
Είναι ωραίο ζευγάρι ο Μανώλης και η Αλία. Αριστοκρατική εμφάνιση, πολύ ψηλοί και οι δύο, έχουν τα χρονάκια τους βέβαια, αυτή όλο γελάει, αυτός πολύ σοβαρός και ολιγομίλητος. Αλλά είναι κρίμα, γίνεται ληστεία μπροστά στα μάτια μας, πληρώνει ο άνθρωπος χωρίς δεύτερη κουβέντα τους συνοριακούς αλήτες και περνάμε. Έχουν κακομάθει οι δικοί μας τους σκοπιανούς και συνεργάζονται μαζί τους. Αν είμαστε «μία παρέα», όπως ισχυρίστηκε ο συνοδός, θα βάζαμε όλοι από τρία ευρώ για να καλύψουμε την κλοπή.
Τώρα περνάμε από το ανενεργό εργοστάσιο οπίου που επί Τίτο έκανε χρυσές δουλειές, για φαρμακευτικούς υποτίθεται σκοπούς. Στην έξοδο από Σκόπια προς Σερβία πάαααλι τα ίδια. Μπαίνει ένας τελωνειακός στο λεωφορείο βλοσυρός και καραφλός μαζεύει τις ταυτότητες από τους μπροστινούς φεύγει και κάθεται και τις ψειρίζει στο κιόσκι. Έρχεται ανάστατος (τάχα μου) ο συνοδός, τώρα θέλουν οτιδήποτε. Βλέπω χέρια να ρίχνουν αστραπιαία μέσα σε μια σακούλα τσιπς, σοκολάτες, σάντουιτς! Μνήσθητί μου Κύριε. Τόση πείνα; τόση ξεφτίλα; Μορφές αιολικής διάβρωσης, Μύγδονες και Οδομάντες. Δώστους και κανέναν αστακό να ηρεμήσουν λέω. Τον αστακό του Λάνθιμου, λέει ο Μανώλης που δείχνει ότι είναι και καλλιεργημένος.
Περνάμε τον έλεγχο από τους Σέρβους την ώρα που ολοκληρώνω Μασίμο Καρλότο το τραγούδι των λαθρεμπόρων: Τα σύνορα θα μας θρέψουν/τα σύνορα θα μας ξεδιψάσουν/τα σύνορα θα μας παρηγορήσουν.

Ο συνοδός αρχίζει την ξενάγηση. Μιλάει γι ένα σιδηροδρομικό δίκτυο από το Καλαί μέχρι το Ιράν 55 χιλιάδες χιλιόμετρα! Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, διορθώνω, –Μα ξεκινάει από το Καλαί λέει η γυναικολόγος, ας ξεκινάει κι από το Κακαί λέω, για την Αυστραλία είναι δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα. Ωχ τι είπα; λέει ο συνοδός, λάθος πεντέμιση χιλιάδες χιλιόμετρα, διορθώνει, καλύτερα έτσι.
Θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε το φόρο στο μινώταυρο των τελωνειακών για πολύ; ρωτάω. Τώρα θα πάρουμε από τον επικεφαλή την βινιέτα, δεν υπάρχει επικεφαλή λέω την κρέμασαν, υπάρχει επικεφαλής, παρατηρώ, για να σταματήσει το διασυνοριακό έγκλημα. Να υποθέσω ότι είστε γιατρός, λέει ο Ηρακλής, που αλλάζει συνέχεια θέσεις αμέσως μετά από κάθε στάση, όχι λέω, πώς σας ήλθε; Σας άκουσα που τραγουδούσατε ιταλικά με τη γιατρό, όχι λέω, είμαι δημοσιογράφος παροπλισμένος. Σε ποια εφημερίδα δουλεύετε;
Φτάνουμε με την ψυχή στο στόμα στο ξενοδοχείο στο Παρασίν δύο ώρες έξω από το Βελιγράδι. Έχει χιονίσει την ώρα που τελειώνω το αριστουργηματικό βιβλιαράκι της Ελισάβετ Χρονοπούλου Φοράει κουστούμι κι ο αφηγητής είναι συνήθως άντρας. Το τοπίο έχει φορέσει το δικό του λευκό κουστούμι και το βλέπω όπως η Χρονοπούλου «με το βλέμμα της σκωληκοειδίτιδας». Κάποιοι τρέχουν να πάρουν πρώτοι τα κλειδιά των δωματίων, κάποιοι άλλοι να πιάσουν πρώτοι θέση στο εστιατόριο. Τρώμε σαν λύκοι μία σούπα κι ένα χάλια χοιρινό. Ο ψηλός τύπος με το ανοιχτό πουκάμισο και το φυλακτό στο λαιμό και τη φαλάκρα τρώει με τα χέρια του, έχει μια μινιόν κοκκινομάλλα Βουλγάρα δίπλα του, της μιλάει άσχημα κι είναι έτοιμος να αρπαχτεί με τον ίσκιο του. Πτώμα στο κρεβάτι.

19.12.17 Τρίτη. Το πρωί μία βόλτα επι τροχάδην για λιγότερο από μία ώρα στην πόλη του Βελιγραδίου. Μπαίνω στο Εθνογραφικό μουσείο με ένα ευρώ είσοδο και 150.000 εκθέματα για μια βόλτα πέντε λεπτών. Τι κρίμα! Στο χιονισμένο πάρκο ένας σκακιστής με καλεί να παίξουμε στοίχημα ένα ευρώ. Είναι καλοί σκακιστές και πρέπει να τους φοβάσαι, θα ήθελα να παίξω μαζί του αλλά δεν έχουμε χρόνο. Βλέπω το ποταμό και τα batteau bar όπου γίνεται χαμός, μου λένε, συνήθως τα Σαββατοκύριακα καθώς καtεβαίνει όλη η νεολαία της Σερβίας για το γλεντήσει εδώ. Έξω από το κοινοβούλιο άπειρες φωτογραφίες των δολοφονημένων Σέρβων στον πόλεμο Why you protect the Albanian war crimnals? Παραπέρα δυο κτίρια ερειπωμένα από τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς. Βλέπω το Μανώλη που έχει χάσει τον προσανατολισμό του και ψάχνει τα λεωφορεία μας που θα μας πάνε Βουδαπέστη. Τον κατευθύνω στο γκρουπ. Κάπως μελαγχολικό το Βελιγράδι, παρατηρώ, μουντό λέει αυτός και δεν ξαναμιλάει. Συναντάμε τυχαία την Αλία που είναι μέσα στην τρελή χαρά και με τα συμπαθητικά ελληνικά της λέει ότι βρήκε ένα φούρνο με ζυμωτό ψωμι, όλα τζάμπα, να πάρτε γιαούρτια, δεν θέλουμε γιαούρτι, δεν έχετε ξαναφάει είναι τρέλα, πάρτε. Είναι τρέλα. «Είναι τρέλα στην Καστέλα». «Μία Νύχτα» μέσα το χιόνι.

-Βουδαπέστη. Χριστουγεννιάτικα φωτισμένη. Φως, πολύ φως από μιά σκοτεινή κυβέρνηση που έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θέλει ούτε ένα πρόσφυγα στο έδαφος της. Δέχεται κριτική αλλά δεν ιδρώνει το αυτί του ανεκδιήγητου ηγέτη της. Από γκλαμουριά η χώρα πάει καλά, είναι όμορφη πόλη. Κάνουμε τη βόλτα με το καραβάκι στο Δούναβη και φωτογραφίζουμε μέσα στο χιονόνερο τα παλάτια. Φωτογραφίζουμε και τα παπούτσια στις όχθες του ποταμού, μνημείο για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, καθώς οι ναζί τους έπνιγαν στο Δούναβη.

20.12.17 Τετάρτη. Μάθημα Ιστορίας από τη γλυκιά ξεναγό Γαβριέλα . Η καταγωγή των Ούγγρων (Μαγυάρων) προκαλεί διαφωνίες, λέει. Είναι Ιλλύριοι; είναι από τους Κέλτες; Όλες οι συζητήσεις πάντως, καταλήγουν στις επτά νομαδικές φυλές που ήρθαν στη κεντρική Ευρώπη από την Κεντρική Ασία και ενώθηκαν γύρω στο 895.
Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν δρόμους, αμφιθέατρα, λουτρά και σπίτια με θερμαινόμενο δάπεδο. Οι Τούρκοι κατασκεύασαν λουτρά στην πόλη, κάποια λειτουργούν μέχρι σήμερα και στα πάρκα βλέπεις να βγαίνουν ατμοί. Οι Αψβούργοι έχτισαν παλάτια. Οι σημερινοί χτίζουν στάδια, υπάρχει κι ένας Φέρεντς Πούσκας από δω. Το πρώτο ουγγρικό βιβλίο τυπώθηκε στη Βούδα το 1473 όταν άνθιζαν τα γράμματα και η Κορβινιανή Βιβλιοθήκη στη Βούδα ήταν η μεγαλύτερη της Ευρώπης το 14ο αιώνα μετά από τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Το 1849 η γέφυρα των Αλυσίδων συνέδεσε τη Βούδα και την Πέστη και έγινε το πρώτο πέρασμα για πεζούς επί του Δούναβη. Με τη σύσταση της Αυστροουγγαρίας, η Βουδαπέστη έγινε η συμπρωτεύουσα (1867) της μοναρχίας.
Το Ουγγρικό Κοινοβούλιο είναι τεράστιο, σου βγάζει τα μάτια, πολύ μεγάλο για να φιλοξενεί ένα μικροπρεπή ηγέτη. Η απλωσιά της πόλης με τους μεγάλους δρόμους σε κάνει να σκέφτεσαι την Αθήνα με τα στενά δρομάκια και τα μηχανάκια που δεν ησυχάζουν ποτέ. Δεν είδα ούτε μία μοτοσυκλέτα. Ίσως είναι και το κρύο απαγορευτικό. Μπα. Εμείς είμαστε άλλος λαός, επικοινωνιακός, μεσογειακός, φασαρίας. Υπερκινητικοί και φιγουρατζήδες πάνω στα δίκυκλα κάνουμε σούζες με τα καλάζνικοφ κι άντε να μας πιάσεις. Εδώ βλέπεις τα γκαρσόνια κουρδισμένα και αγέλαστα. Ένας κόσμος που είχε μάθει να ζει με τα αντανακλαστικά του ρομπότ.

Δημήτρης Τζουμάκας